About this blog

We cannot teach people anything.... We can only help them discover it within themselves.

''Galileo Galilei''

Μια στιγμή...


Το κόκκινο, μεταξωτό, φουστάνι κρέμεται ξέπνοο πίσω από την κλειστή πόρτα του υπνοδωματίου. Της χαμογελά. Εκείνο το βαθύ, πονηρό, κόκκινο χαμόγελο του ντεκολτέ την προδιαθέτει στιγμιαία θετικά. Σαν να είναι παρόν εκείνος και όλα να χαίρονται με την χαρά της. Ποτισμένο πάνω του,  ζωντανεύει την μνήμη της χθεσινής βραδιάς, το Pure Poison, Dior άρωμά της. Είχε γενέθλια και βγήκε. Μέρα χαράς, μέρα μνήμης, μέρα αρχής και τέλους.
Αποκαμωμένη κάθεται στο κρεβάτι κοιτάζοντας το. Τα πυρόξανθα μαλλιά της λούζουν τον λαιμό και τους ώμους.
Σηκώνεται αργά. Σχεδόν χωρίς πνοή.........
όπως κι εκείνο. Περνάει δίπλα του και ρίχνοντας μια φευγαλέα, τελευταία ματιά ψιθυρίζει : ″Έχουμε περάσει αξέχαστα ε;″. Το κόκκινο χαμόγελο καρφιτσωμένο. ″Δεν περιμένω απάντηση″, συνεχίζει, κλείνοντας του το μάτι.
Ο καθρέφτης στα αριστερά, σκεπασμένος με ένα λευκό, ημιδιάφανο, μεταξένιο μαντίλι, ξεκλέβει κρυφές ματιές σε κάθε της πέρασμα. Τα πρωινά απεχθάνεται να βλέπει το είδωλό της και όταν γυρίζει σπίτι τα μοναχικά βράδια το μαντίλι κρατά πιστά την θέση του. Ήταν δώρο της κόρης της ενώ το φόρεμα δώρο του Αλέξανδρου. Δώρα για την ίδια σημαντική μέρα.
Έχει ξεχάσει..............Πως μοιάζει το όμορφο είδωλο του χαμόγελού της όταν αποτυπώνεται στον καθρέφτη. Προτιμά να μην θυμάται. Την κρατά όρθια μόνο εκείνο το βαθύ, πονηρό, κόκκινο χαμόγελο που σκαλίζοντας την μνήμη σαν φτυάρι επαναφέρει σχεδόν βίαια τις όμορφες στιγμές.
Ο χρόνος ''σταμάτησε'' το πρωινό των γενεθλίων της ένα χρόνο πριν.
******Με ανέλπιστα και φοβερά πράγματα οι θεοί
υφαίνουν την ζωή μας.
Εκείνα που ήταν για να γίνουν
δεν έγιναν ποτέ
κι αυτά που γίνονται
δεν ήταν για να γίνουν. Σιωπή. Σιωπή.
.................μονολογεί και επαναφέρει, ίσως για τελευταία φορά, την μνήμη της μέρας που εκείνοι γυρνούσαν με το αυτοκίνητο από το πατρικό της σπίτι. Θυμάται...............
Ο Αλέξανδρος, η κόρη της, ο έρωτας. Τα πάντα χάθηκαν μέσα σε ένα σύννεφο. Η χρυσόσκονη, που άφησαν πίσω τους οι αγαπημένοι της, εξανεμίστηκε κι αυτή στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ο άνεμος πήρε και σκόρπισε κάθε ίχνος της παρουσίας τους. Έμεινε μόνο ένα κουτί. Ένα ολόλευκο, ανάγλυφο κουτί με μια μεγάλη μωβ κορδέλα, να κρατά σφιχτά το πολύτιμο περιεχόμενο στην θέση του. Λες και μαγικά, ένα αόρατο χέρι, το απόθεσε, με προσοχή σχεδόν, λίγα μέτρα από το φλεγόμενο όχημα την στιγμή που.............. όλα τα υπόλοιπα έμειναν ''ατάραχα'' στην μοιραία θέση τους. Θυμάται πόσο εύκολα γίνεται στάχτη η ζωή. Αρκεί μια στιγμή.

Η Μελισσάνθη κοιμόταν όταν, τότε, το κουδούνι του σπιτιού αλύχτησε. Πρώτη φορά ακούστηκε έτσι. ″Ένας χρόνος πέρασε″ σκέφτεται τώρα.  Ήταν νωρίς το πρωί και δεν περίμενε κάποιον. Οι αγαπημένοι της ταξίδευαν οδικώς από Νέα Υόρκη και θα ήταν σπίτι το μεσημέρι. Έριξε πάνω της το αγαπημένο του γαλάζιο πουκάμισο και κατέβηκε με τρόμο την σκάλα. ″Ποιος είναι;″ ρωτά, καθώς κοιτάζει από το ματάκι της πόρτας την ζωή της να.........χάνεται.  Ένας αστυνομικός κρατώντας το όμορφο κουτί την καλεί ευγενικά, σχεδόν θλιμμένος, να ανοίξει την πόρτα. ″Λυπάμαι πολύ″ ήταν οι πρώτες και οι μόνες λέξεις που θυμάται. Το λευκό μωβ χρώμα θάμπωσε τα μάτια και σκέπασε τα αυτιά της. Η ψυχή της έπαψε να αφουγκράζεται, να μιλάει, να βλέπει. Θυμάται μια απόχρωση γαλάζιου να πλημμυρίζει τον χώρο, τα έπιπλα, το πάτωμα. Όλα μεμιάς γαλάζια, να πνίξουν εκείνο το λευκό μωβ που έσκασε σαν βόμβα στην πόρτα της. Μάταια όμως..............Το πιο όμορφο γαλάζιο ξοδεύτηκε πάνω στο πουκάμισό του. Η απουσία τους μια γαλάζια φορεσιά θαμμένη στην ψυχή της.    

Ο φύλακας άγγελος τους, πήρε εκείνον και την κόρη της καθώς επέστεφαν νωρίτερα με το αυτοκίνητο, αφήνοντας πίσω τα ″δώρα″ που προορίζονταν για κείνη. Ένα κόκκινο μεταξωτό φουστάνι, ένα λευκό μεταξένιο μαντίλι και μια κάρτα για τα γενέθλια της............. Όλα για να της θυμίζουν πόσο απούσα είναι η ζωή.

Δίκα της ήταν τα πάντα και δεν θα τα έχανε ή τουλάχιστον έτσι πίστευε πριν. Μετρώντας πλέον την απουσία κράτησε κάτι από το χθες που σε λίγο θα γίνει και πάλι σήμερα.
Έχει σταματήσει μπροστά στο κάγκελο του τεράστιου μπαλκονιού και κοιτάζει ότι γαλάζιο αγάπησε. Ο Ουρανός είναι εκεί και τον θωρεί βαθιά, μέσα στα γαλάζια διαπεραστικά του μάτια. Τον προκαλεί να της ρίξει μια ματιά και εκείνος.... αδιαφορεί.

Ούτε ξέρει πόση ώρα στέκεται στο ίδιο σημείο κοιτάζοντας ψηλά. Ακόμη κι ο Ουρανός σκοτείνιασε, όλα είναι γκρίζα. Μια σταγόνα πέφτει με βία στο μάγουλό της σαν ένα δάκρυ να έχασε την Ουράνια εύνοια κι αφέθηκε στο κενό. Άξαφνα, ως έκπτωτοι κρυστάλλινοι Άγγελοι, πολλές σταγόνες σκάνε με ορμή στο χώμα, στο τσιμέντο, στα φύλλα και σμίγουν με τα δάκρυά της. Χάνονται. Καταπίνονται από την διψασμένη για κουφάρια γη.
Όλα ρέουν. Είναι εκεί αλλά μοιάζουν φευγάτα. Η απουσία αισθητή και η παρουσία ανεπαίσθητη. Μόνη απόδειξη του χθες εκείνο το έντονο κόκκινο χρώμα σε ένα πανί. Τόσο κοντά της αλλά συνάμα μακριά από το σήμερα. ''Μια στιγμή θέλω μόνο.... να σμίξουν πάλι οι ψυχές μας'', σκέφτεται.  

Το κόκκινο φουστάνι κοιτάζει την πλάτη της χαμογελώντας –πάντα– κι εκείνη, αυθόρμητα, -λές και βιαζόταν να προλάβει, μην την τραβήξει πίσω κάποιο αόρατο χέρι,-  αφήνεται στην αγκαλιά του ανέμου, στο κενό του Ουρανού, συντροφεύοντας την κάθοδο των κρυστάλλινων Αγγέλων, που διαλύονται ακουμπώντας το χώμα. Μια στιγμή μοναδική, δική της, για όσα αγάπησε με όλη την ψυχή της.

******μόνο το κείμενο με αστερίσκους δεν είναι δικό μου. Δυστυχώς αδυνατώ να θυμηθώ την πηγή.


©Chrdk
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...