Μάτια τζάμια, του οχήματος που τρέχει με διακόσια στο παγοδρόμιο του Σύμπαντος.
Ανακατωμένα, θολωμένα... ξεμαλλιασμένα απ’ την ξέφρενη Ροή.
Μέσα φωτιά καίει κι απ’ έξω χιόνι χαρίζει Λευκές αυταπάτες.
Μάτια πονεμένα απ’ τα ξεθωριασμένα χρώματα.
Πίσω απ’ το τζάμι η Χόβολη μιας νύχτας κι εμπρός ο κόσμος πασπαλισμένος με στάχτες. Συνταγή παραδοσιακά Ψημένου Τώρα.
Έτοιμο, γλυκύ βραστό, μετά από απουσία αιώνων, γλιστρά γουλιά-γουλιά στη ράγα κάθε καταπιόνα και την τσουρουφλίζει.
Μαυρίζει εσωτερικά το ζωντανό κατακόκκινο περίγραμμα της ύπαρξης και το μολύνει.
Ως απαγορευμένος καρπός κυλά, κουτρουβαλώντας, αναπηδώντας, γελώντας, ευφραίνοντας, τρέχοντας, μα πάνω από όλα... ψάχνει βιαστικά για έξοδο. Αναζητά την Πόρτα που οδηγεί στη Λύτρωση.
Εκείνη κλειστή... ΤαμπουΡωμένη κάνει πως σώζεται και για να σώσει ανοίγεται.
Αναπάντεχα κραυγάζει, ως πονεμένο Στόμα που έδειχνε καλή θέληση και υποταγή μπροστά στον οδοντίατρο.
Αναπάντεχα κραυγάζει, ως πονεμένο Στόμα που έδειχνε καλή θέληση και υποταγή μπροστά στον οδοντίατρο.
Το Τώρα δεν πρόλαβε... τη στιγμή. Έμεινε πίσω.
Ας περίμενε... ας έκανε υπομονή.... ας μην έτρεχε φρενιασμένα.
Θα ερχόταν κι η σειρά Του, με το πέρασμα των αιώνων.
Δε μπορεί...
Δε μπορεί...