
Συνεπώς, όπως σχεδόν σε όλες τις αρχαίες θρησκείες γίνεται λόγος για έναν κόσμο (σύμπαν) χωρισμένο σε τρία επίπεδα, δηλαδή στον κόσμο του ουρανού, της γης (ή της θάλασσας) και στον κάτω κόσμο του Άδη, έτσι και στην αρχαία ελληνική θρησκεία βλέπουμε ότι ακόμη και ο μέγιστος Δίας, «ο πατήρ θεών τε και ανθρώπων», μολονότι απέναντι στο σύνολο των άλλων θεών έχει την υπέρτατη εξουσία, εμφανίζεται στη σύνθεση μιας «ιερής Τριάδας (sic) μαζί με τον Ποσειδώνα και τον Άδη για να ορίσει τα κοσμικά πεδία». Ο απέραντος ουρανός λοιπόν («ουρανός ευρύς») και το φως του επάνω κόσμου θα ανήκουν στο Δία, η θάλασσα («πολιής άλας») στον Ποσειδώνα, και ο Κάτω Κόσμος με το πυκνό σκοτάδι κληρώθηκε στον Άδη, ο οποίος έγινε έτσι βασιλιάς των νεκρών και μέγας κριτής των θνητών. Βέβαια και οι τρεις από κοινού θα ορίζουν την επιφάνεια της Γης και θα συνοικούν στον Όλυμπο. Ο Άδης όμως ζούσε χωριστά από τους άλλους θεούς και από τότε «υπό χθονί δώματα ναίει νηλεές ήτορ έχων».
Ποιος είναι όμως ο Άδης;
ΑΔΗΣ (Ο ΘΕΟΣ ΠΛΟΥΤΩΝ)
Ο Άδης ή Αϊδης ή Αϊδωνεύς ή Αις ή Αΐδας (δωρική διάλεκτος), γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία, του Ποσειδώνα και της Ήρας, δεν ήταν παλιός θεός της προ-ελληνικής λατρείας, αλλά «γνήσιο επικό κατασκεύασμα της αριστοκρατικής κοινωνίας των πρωτογεωμετρικών χρόνων, με σκοπό να απορροφήσει πλήθος τοπικών χθονίων θεοτήτων ή δαιμόνων του Κάτω Κόσμου και φυσικά να υποκαταστήσει στο υποχθόνιο βασίλειο τον "γαιάοχο" Ποσειδώνα και τον "καταχθόνιο" Δία, τους οποίους οι ίδιοι οι μυθοπλάστες ύψωσαν σε ουράνιες θεότητες». Πάντως, στα ομηρικά έπη εμφανίζεται μία θεότητα, ο Άδης ο τρομερός, τον οποίο φοβούνται και απεχθάνονται θεοί και άνθρωποι και επίσης ένα βασίλειο για τη διαμονή των νεκρών ψυχών καθορισμένο τοπογραφικά και μορφολογικά, στο οποίο βασιλεύει αυτός και η επίσης φοβερή σύζυγός του Περσεφόνη.
Παρόλα αυτά, ο Άδης, αντίθετα με τους άλλους ολύμπιους θεούς, δεν μνημονεύεται πολύ συχνά από τη μυθολογία. Ελάχιστες φορές παρουσιάζεται να βγαίνει από το σκοτεινό βασίλειό του, είτε για να απαγάγει την Περσεφόνη, μετά από εντολή του Δία, είτε για να θεραπευθεί από τον Παιώνα στον Όλυμπο, μετά τον τραυματισμό του από τον Ηρακλή. Κατά τη θεομαχία επίσης εμφανίζεται να αναπηδά από το θρόνο του φωνάζοντας, επειδή φοβάται μήπως ανοίξει η γη και έρθει στο φως το βασίλειό του, φρικτό, μουχλιασμένο, βδέλυγμα των θεών.

Οι άνθρωποι έτρεμαν τον Άδη τόσο πολύ, ώστε του αφιέρωναν και επιτάφια επιγράμματα, σπάνια όμως με το όνομα Άδης, αλλά με τα παλιά προσωνύμια του θεού, όπως Άναξ κρατερός, Πολυδέγμων ή Πολυδέκτης ή Αΐδης πολυσημάντωρ (που προστάζει πολλούς), καθώς και Άδμητος (αδάμαστος) και Νηλεύς (άσπλαχνος). Επειδή τα άλογα του Άδη, με τα οποία αρπάζει κάθε άνθρωπο, όπως άρπαξε την Κόρη στο Νύσιον πεδίον, ήταν θεϊκά και μοναδικά στον κόσμο για τη γρηγοράδα και την ευφυΐα τους, στον Όμηρο χαρακτηρίζεται επίσης Αΐδης κλυτόπωλος. Υπήρχαν βέβαια και τοπικά ονόματα για το θεό του Κάτω Κόσμου, όπως Ζευς ο καταχθόνιος. Οι Ορφικοί τον θεωρούσαν ως άλλη «διάσταση» του Διόνυσου και ως ευεργετικό θεό και τον αποκαλούσαν Ζαγρέα (μεγάλος κυνηγός που πετυχαίνει πάντοτε τη «λεία του»).

Η συσχέτιση του Πλούτωνα με την ευφορία της γης συμπεραίνεται κυρίως από το κυρίαρχο σύμβολό του, το κέρας της Αμαλθείας. Μάλιστα σε μεγάλο ανάγλυφο της Ελευσίνας (περίπου 450-430 π.Χ.) είναι χαρακτηριστική η παράσταση του Πλούτου, ο οποίος παρουσιάζεται ως μικρό παιδί ανάμεσα στη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Επίσης, όπως αναφέρει ο Π. Παχής, σε θραύσμα από αμφορέα της περιοχής των Λοκρών της Κ. Ιταλίας (530-520 π.Χ.), στο οποίο διακρίνονται οι μορφές της Δήμητρας, της Αθηνάς, του Ηρακλή και του Τριπτόλεμου, ο οποίος μάλιστα παριστάνεται να κρατά στο χέρι του σιτηρά, απεικονίζεται δίπλα σ' αυτές τις μορφές γενειοφόρος άνδρας με την επιγραφή Πλουτοδότας (sic). Και ο Ν. Παπαχατζής αναφέρει ότι ο θεός Πλούτωνας εμφανίζεται προς το τέλος των πρωτογεωμετρικών χρόνων, για να αντικαταστήσει τον «Δία καταχθόνιο» και ότι η ίδια αντίληψη για την ταύτιση των δύο αυτών μορφών συναντάται συχνά και στα κλασικά χρόνια. Η στενή αυτή σχέση των δύο θεών γίνεται ακόμη πιο κατανοητή, αν λάβουμε υπόψη μας τη γνωστή προσευχή που απευθύνει ο ευσεβής γεωργός στη Δήμητρα και στο χθόνιο Δία, πριν την έναρξη της σποράς και του οργώματος του αγρού του.
Για τον τρόπο λατρείας του Άδη και των άλλων χθόνιων θεών έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες. Οι αρχαίοι ποιητές γενικότερα αναφέρουν ότι οι άνθρωποι, όταν ήθελαν να επικαλεστούν τους νεκρούς ή τις χθόνιες θεότητες έπεφταν στο έδαφος και χτυπούσαν με την παλάμη ή τις γροθιές τους τη γη, για να τους εισακούσουν και να τους απαλλάξουν από τα βάσανα της ζωής ή να συμβάλλουν στην ευφορία της γης (ανακάλημα ή «ανακαλείν»). Βέβαια τέτοιες επικλήσεις προς τους νεκρούς ή τους χθόνιους θεούς από τον 5ο Π.Χ. αιώνα και μετά θα αλλάξουν νόημα και σκοπό και θα αποβλέπουν στην κατάρα και γενικά στη βλάβη των εχθρών. Έτσι, στη θέση της προφορικής επίκλησης των θεών εμφανίστηκε η γραπτή μαγική πράξη των καταδέσεων επάνω σε «πλάκες μολύβδου».
Για τον τρόπο λατρείας του Άδη και των άλλων χθόνιων θεών έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες. Οι αρχαίοι ποιητές γενικότερα αναφέρουν ότι οι άνθρωποι, όταν ήθελαν να επικαλεστούν τους νεκρούς ή τις χθόνιες θεότητες έπεφταν στο έδαφος και χτυπούσαν με την παλάμη ή τις γροθιές τους τη γη, για να τους εισακούσουν και να τους απαλλάξουν από τα βάσανα της ζωής ή να συμβάλλουν στην ευφορία της γης (ανακάλημα ή «ανακαλείν»). Βέβαια τέτοιες επικλήσεις προς τους νεκρούς ή τους χθόνιους θεούς από τον 5ο Π.Χ. αιώνα και μετά θα αλλάξουν νόημα και σκοπό και θα αποβλέπουν στην κατάρα και γενικά στη βλάβη των εχθρών. Έτσι, στη θέση της προφορικής επίκλησης των θεών εμφανίστηκε η γραπτή μαγική πράξη των καταδέσεων επάνω σε «πλάκες μολύβδου».
Ο ΑΔΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ
Καταρχάς αξίζει να τονίσουμε ότι η ομηρική Νέκυια (ραψωδία λ) και η Δευτερονέκυια (ραψωδία ω, 1-204), όπως επίσης η ονειρική εμφάνιση του νεκρού Πάτροκλου στον φίλο του Αχιλλέα (ραψωδία Ψ), καθορίζουν γενικότερα τις μεταθανάτιες αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τις ψυχές των νεκρών και τον τόπο διαμονής τους.
Ο Όμηρος λοιπόν αναφέρει ότι οι ψυχές, μετά το χωρισμό τους απ' το σώμα, πηγαίνουν σαν είδωλα νεκρών «στα δώματα του Άδη», τον οποίο ονομάζει Αΐδη, δηλαδή Αόρατο. Η έννοια του αόρατου ήταν αυτονόητη για τους αρχαίους Έλληνες, διότι η ετυμολογία της λέξης Αΐδης προέρχεται από το στερητικό (α) και το (ιδείν). Αυτή η ετυμολογία φαίνεται ότι έχει τύχει καθολικής αποδοχής, ενώ παράλληλα αναφέρονται και άλλες ετυμολογίες της λέξης. Ο Όμηρος, μεταξύ άλλων ονομάτων, τον αποκαλεί «άναξ ενέρων» ή «ενέροισιν ανάσσων», ενώ ο Αισχύλος τον ονομάζει «βασιλέα ενέρων».
Με τον Άδη, ως αόρατο θεό, φυσικό ήταν να συνδεθεί ο πριν απ' αυτόν γνωστός μαγικός σκούφος που είχε την ιδιότητα να κάνει αόρατο όχι μόνο τον Άδη, αλλά και κάθε άλλο θεό ή ήρωα ή άνθρωπο που θα τον φορούσε. Αυτόν το σκούφο ο Όμηρος τον ονομάζει «Άϊδος κυνέην» (περικεφαλαία από δέρμα σκύλου), επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι μ' αυτήν κάλυπτε το κεφάλι του ο Άδης όταν ήθελε να κρυφτεί για να εκπληρώσει τον «άχαρο ρόλο του». Μάλιστα φορώντας την «κυνέην», δώρο από τους Κύκλωπες, ο Άδης βοήθησε στη νίκη των θεών κατά των Τιτάνων. Τον ίδιο σκούφο βέβαια φορά και η θεά Αθηνά όταν θέλει να βοηθήσει το Διομήδη, χωρίς να γίνει αντιληπτή απ' το θεό Άρη, αλλά και ο Περσέας, όταν επιχειρούσε τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας, καθώς και ο θεός Ερμής κατά την Γιγαντομαχία . Στα ιστορικά χρόνια οι άνθρωποι φαντάζονταν την «Άϊδος κύνην» σαν σύννεφο που μπορούσε να περιβάλει θεό ή ήρωα και να τον κάνει αόρατο.
Ο Όμηρος λοιπόν αναφέρει ότι οι ψυχές, μετά το χωρισμό τους απ' το σώμα, πηγαίνουν σαν είδωλα νεκρών «στα δώματα του Άδη», τον οποίο ονομάζει Αΐδη, δηλαδή Αόρατο. Η έννοια του αόρατου ήταν αυτονόητη για τους αρχαίους Έλληνες, διότι η ετυμολογία της λέξης Αΐδης προέρχεται από το στερητικό (α) και το (ιδείν). Αυτή η ετυμολογία φαίνεται ότι έχει τύχει καθολικής αποδοχής, ενώ παράλληλα αναφέρονται και άλλες ετυμολογίες της λέξης. Ο Όμηρος, μεταξύ άλλων ονομάτων, τον αποκαλεί «άναξ ενέρων» ή «ενέροισιν ανάσσων», ενώ ο Αισχύλος τον ονομάζει «βασιλέα ενέρων».
Με τον Άδη, ως αόρατο θεό, φυσικό ήταν να συνδεθεί ο πριν απ' αυτόν γνωστός μαγικός σκούφος που είχε την ιδιότητα να κάνει αόρατο όχι μόνο τον Άδη, αλλά και κάθε άλλο θεό ή ήρωα ή άνθρωπο που θα τον φορούσε. Αυτόν το σκούφο ο Όμηρος τον ονομάζει «Άϊδος κυνέην» (περικεφαλαία από δέρμα σκύλου), επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι μ' αυτήν κάλυπτε το κεφάλι του ο Άδης όταν ήθελε να κρυφτεί για να εκπληρώσει τον «άχαρο ρόλο του». Μάλιστα φορώντας την «κυνέην», δώρο από τους Κύκλωπες, ο Άδης βοήθησε στη νίκη των θεών κατά των Τιτάνων. Τον ίδιο σκούφο βέβαια φορά και η θεά Αθηνά όταν θέλει να βοηθήσει το Διομήδη, χωρίς να γίνει αντιληπτή απ' το θεό Άρη, αλλά και ο Περσέας, όταν επιχειρούσε τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας, καθώς και ο θεός Ερμής κατά την Γιγαντομαχία . Στα ιστορικά χρόνια οι άνθρωποι φαντάζονταν την «Άϊδος κύνην» σαν σύννεφο που μπορούσε να περιβάλει θεό ή ήρωα και να τον κάνει αόρατο.


Όπως προαναφέραμε, στενά συνδεμένη με τον Άδη-Αϊδωνέα ή Άδη- Πλούτωνα είναι η θυγατέρα της θεάς Δήμητρας, η Κόρη, η οποία έχει το δικό της, αινιγματικό όνομα της προ-ελληνικής βασίλισσας του Κάτω Κόσμου, της «επαινής» Περσεφόνης ή Φερσεφόνης ή Φερσέφασσας ή Φερέφαττας ή Πηριφόνειας.
Για το όνομα της Περσεφόνης και κυρίως για τον γνωστό μύθο της αρπαγής ή του «γάμου» της «Κόρης» των νεκρών ή «Κόρης» της Δήμητρας με τον θεό Πλούτωνα (Άδης) δόθηκαν διάφορες ερμηνείες. Ο W. Burktert επισημαίνει ότι από τους πρώτους που ερμήνευσαν το μύθο της «Αρπαγής» ή «Καθόδου της Κόρης» στον Κάτω Κόσμο με βάση την αγροτική συνήθεια της αποθήκευσης των σιτηρών σε υπόγειες αποθήκες επί τέσσερις μήνες μετά τη συγκομιδή τους και λαμβάνοντας υπόψη το μεσογειακό κλίμα της Ελλάδας ήταν ο Cornfort και ο Μ. Nilsson. Πράγματι ο Μ. Nilsson διαπίστωσε ότι κατά το μεσοδιάστημα των τεσσάρων αυτών θερινών μηνών, λόγω καύσωνα, παύει κάθε βλάστηση και αναπαραγωγή και «νεκρώνεται» κάθε είδος ζωής. Οι άνθρωποι, λοιπόν, ερμηνεύοντας το σχετικό μύθο, πίστευαν ότι όσον καιρό η Περσεφόνη παραμένει στον Κάτω Κόσμο και η Δήμητρα θρηνεί και οδύρεται για την «Κόρη» της, επικρατεί αντιστροφή της κανονικής ζωής, διότι νεκρώνεται τι φύση και διακόπτεται η παραγωγή των σιτηρών. Συγχρόνως, η σπορά των σιτηρών τον Οκτώβριο και η εμφάνιση της νέας βλάστησης της φύσης, μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, συνδυάστηκαν με την επιστροφή («άνοδο της Κόρης») στον Επάνω Κόσμο και τον εξευμενισμό της Μητέρας Δήμητρας, της θεάς των δημητριακών, η οποία από τη χαρά της για την επιστροφή της «Κόρης» της, θα επιτρέψει τον κανονικό ρυθμό της φύσης και θα συμβάλλει στη βελτίωση των μεθόδων καλλιέργειας των σιτηρών και συγχρόνως στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων, θεσμοθετώντας τη λατρεία της στην Ελευσίνα. Μάλιστα ο Μ. Nilsson επισημαίνει ότι «οι δύο διαφορετικές όψεις της Κόρης, οι σχετικές με τη ζωή και το θάνατο, δηλαδή της θυγατέρας της Δήμητρας και της συζύγου του Πλούτωνα (Περσεφόνη), αποτελούσαν πηγή θρησκευτικού πλούτου για τα Ελευσίνια Μυστήρια». Κατά συνέπεια, η «Κόρη του σίτου», μετά από τέσσερις μήνες, «ανεβαίνει» στον Επάνω Κόσμο, για να συναντηθεί και να παραμείνει (για τους επόμενους οκτώ μήνες) μαζί με τη «Μητέρα των σιτηρών», ενώ συγχρόνως η αποθηκευμένη συγκομιδή της προηγούμενης σοδιάς θα βγει από τις υπόγειες σιταποθήκες, για να σπαρθεί, ώστε να παραχθεί η καινούργια σοδιά. Έτσι «η βλάστηση του νέου σιταριού θα γίνει το σύμβολο της αιωνιότητας της ζωής».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα δεδομένα της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, ο Άδης συγκατοικεί με τη σύζυγό του Περσεφόνη, την «Κόρη» της Δήμητρας, σε αόρατο θρόνο ενός ανακτόρου με τεράστια «Πύλη», την οποία θα διαβούν όλοι οι θνητοί, χωρίς όμως να μπορούν επιστρέψουν στην εδώ ζωή.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα δεδομένα της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, ο Άδης συγκατοικεί με τη σύζυγό του Περσεφόνη, την «Κόρη» της Δήμητρας, σε αόρατο θρόνο ενός ανακτόρου με τεράστια «Πύλη», την οποία θα διαβούν όλοι οι θνητοί, χωρίς όμως να μπορούν επιστρέψουν στην εδώ ζωή.


Για τον Άδη, ως τόπο διαμονής των νεκρών, η επικρατέστερη αντίληψη είναι αυτή της Ιλιάδας, η οποία τον τοποθετεί στα βάθη της γης, σε τόπο καλυπτόμενο από πυκνό σκοτάδι. Η άλλη παράλληλη παράδοση, η οποία διασώθηκε στην Οδύσσεια, τον τοποθετεί πέρα από τον Ωκεανό, στο τέρμα της δύσης, στη χώρα των μυθικών Κιμμερίων, σ' έναν τόπο άγονο και θλιβερό, με το «λιβάδι των ασφόδελων» και με το δάσος της Περσεφόνης γεμάτο από ψηλές λεύκες («αιγείρους»), όπου όλα τα τυλίγει η συννεφιά και η ομίχλη και βασιλεύει αιώνια νύχτα. Προσπερνώντας το ζήτημα των ομηρικών αντιφάσεων, αξίζει να επισημάνουμε ότι από τις δύο παραπάνω παραδόσεις η επικρατέστερη και δημοφιλέστερη είναι η παράδοση της Ιλιάδας.
Πάντως και στις δύο ομηρικές παραδόσεις ο Κάτω Κόσμος οριοθετείται από τον Επάνω από φοβερούς ποταμούς, τα ονόματα των οποίων συμβολίζουν τις θλίψεις και τους στεναγμούς που δοκιμάζουν οι ψυχές στον Άδη. Στον Όμηρο, λοιπόν, μνημονεύονται ο Αχέροντας ποταμός (ποτάμι του «άχους», δηλαδή της στενοχώριας και της θλίψης), στον οποίο χύνονται ο Κωκυτός (ποταμός των «κλαυθμών» και των θρηνητικών κραυγών), ο Πυριφλεγέθοντας («πύρινο ποτάμι») και η πηγή του Κάτω Κόσμου, η Στυξ, με το «μαύρο νερό» (ποτάμι του «μίσους», στύγω= μισώ), δηλαδή η φοβερή κόρη του Ωκεανού, που, κατά τον Ησίοδο, προκαλεί τρόμο ακόμη και στους αθάνατους θεούς γι' αυτό και την επικαλούνται, όταν ορκίζονται.
Πάντως και στις δύο ομηρικές παραδόσεις ο Κάτω Κόσμος οριοθετείται από τον Επάνω από φοβερούς ποταμούς, τα ονόματα των οποίων συμβολίζουν τις θλίψεις και τους στεναγμούς που δοκιμάζουν οι ψυχές στον Άδη. Στον Όμηρο, λοιπόν, μνημονεύονται ο Αχέροντας ποταμός (ποτάμι του «άχους», δηλαδή της στενοχώριας και της θλίψης), στον οποίο χύνονται ο Κωκυτός (ποταμός των «κλαυθμών» και των θρηνητικών κραυγών), ο Πυριφλεγέθοντας («πύρινο ποτάμι») και η πηγή του Κάτω Κόσμου, η Στυξ, με το «μαύρο νερό» (ποτάμι του «μίσους», στύγω= μισώ), δηλαδή η φοβερή κόρη του Ωκεανού, που, κατά τον Ησίοδο, προκαλεί τρόμο ακόμη και στους αθάνατους θεούς γι' αυτό και την επικαλούνται, όταν ορκίζονται.
Αναλυτικότερη και από την ομηρική περιγραφή των ποταμών του Κάτω Κόσμου, έχουμε και στον Πλάτωνα (Φαίδων 112e 113c), όπου κατονομάζονται τέσσερα μεγάλα ρεύματα: Ο Ωκεανός, ο Αχέροντας, ο Πυριρλεγέθοντας και ο Κωκυτός. Στους ποταμούς αυτούς αργότερα προστέθηκε και ο ποταμός της Λήθης (ή της λησμονιάς), που τα νερά του έφερναν τη λησμονιά του Επάνω Κόσμου. Στη θέση του Αχέροντα ποταμού, απ' την κλασική εποχή και μετά, εμφανίζεται η Αχερουσία λίμνη, στη μία όχθη της οποίας ο πορθμέας Χάροντας παραλάμβανε από τον ψυχοπομπό Ερμή τους νεκρούς που έφταναν στον Άδη είτε ένας ένας είτε πολλοί μαζί, για να τους μεταφέρει με πλοιάριο στην απέναντι όχθη της λίμνης, αντί ενός οβολού, τον οποίο έβαζαν στο στόμα ή στο χέρι του νεκρού οι συγγενείς κατά τον ενταφιασμό του. Τέλος ο Λουκιανός -πιθανότατα από δική του έμπνευση, διότι δεν μνημονεύεται σε άλλα αρχαία κείμενα- κάνει λόγο και για το Αχερούσιον πεδίον, στο οποίο μάλιστα παρουσιάζει να συνυπάρχουν διάφοροι νεκροί (ημίθεοι, ηρωίδες, βασιλιάδες, ζητιάνοι και δούλοι).
Συμπερασματικά θα τονίσουμε ότι όλες αυτές οι παραστάσεις και οι περιγραφές για τον Άδη, ως θεό του Κάτω Κόσμου και ως τόπο διαμονής των νεκρών ψυχών, καθώς και οι ιδέες για τις ψυχές των νεκρών διαμορφώθηκαν από την ομηρική «θρησκεία» και διατηρήθηκαν σχεδόν αναλλοίωτες σε όλη την ελληνική αρχαιότητα. Βέβαια οι δοξασίες αυτές συμπληρώθηκαν κατά καιρούς και από άλλες παραδόσεις, όπως αυτές των ορφικών και των πυθαγορείων, με τις διδασκαλίες τους περί «αμοιβών και ποινών», καθώς και από τις λαϊκές διηγήσεις για «καθόδους» ή «καταβάσεις» στον Κάτω Κόσμο ζωντανών ηρώων ή και θεών, για τις οποίες αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά.
Στις περισσότερες «μυθολογίες» των λαών και στις σχετικές δοξασίες για τον Κάτω Κόσμο, είναι κοινή η αντίληψη ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ ζωντανών και νεκρών δεν παύει, αλλά απεναντίας υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ των κόσμων τους: οι νεκροί μπορούν, σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, να γυρίζουν στη γη, αλλά και οι ζωντανοί μπορούν να επισκέπτονται τον άλλο κόσμο. «Η αντίληψη αυτή σταδιακά», όπως αναφέρει ο Στέλιος Λαμπάκης, «πήρε τη μορφή αυτοτελούς διήγησης, και έτσι από τέτοιες διηγήσεις προήλθαν οι αφηγήσεις ταξιδιών στον κόσμο των νεκρών».
Συνεχίζεται… Οι καταβάσεις στον Άδη.
Πηγή :
egolpion.com
Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΛΑΣΣΙΚΟΥΣ
''Οι λαϊκές περί θανάτου δοξασίες και τα ταφικά έθιμα των Ελλήνων'',
''Οι λαϊκές περί θανάτου δοξασίες και τα ταφικά έθιμα των Ελλήνων'',
Αθανασίου Π. Παπαδόπουλου, Εκδόσεις Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2007