Ξημερώνει Δευτέρα. Ο Ανδριανός κοιτάζει αποσβολωμένος το laptop που βρίσκεται μπροστά του αλλά βλέπει το κενό. Είναι αδύνατον να εστιάσει τις κόρες των ματιών του στο σημείο που έσκασε η βόμβα.
Το δωμάτιο σκοτεινό και μόνο μια μεγάλη παράξενη λάμπα δαπέδου, που στέκεται σαν φύλακας άγγελος, δίπλα του σχεδόν, βοηθά στο να ξεχωρίζει το πληκτρολόγιο. Τα νέα είναι φοβερά και ο τρόπος που του ανακοινώθηκαν, μοναδικά σύγχρονος. Η Κασσάνδρα έδωσε τέλος στην ζωή της και κανείς δεν τόλμησε να του τηλεφωνήσει. Έμαθε τα πάντα μέσω ενός μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Είναι αδύνατον να συνειδητοποιήσει ποιο είναι τραγικότερο. Η απόλυτη μοναξιά της διαδικτυακής ''ζωής'' ή ο χαμός μιας γυναίκας που γνώρισε μέσω internet;
Η ηλικία του ξεπερνά τα 50 χρόνια. Πρόλαβε να ζήσει την εποχή πριν από τον κατακλυσμό των πάντων από κουμπάκια. Τώρα όμως τα πάντα, ακόμη και το σεξ, γίνονται πλέον με το πάτημα ενός μπουτόν. Μαλλιοτραβήγματα, αναστεναγμοί, βογκητά. Όλα ανάμεσα στα πόδια του ενδιαφερόμενου με ένα κλικ. Τέλος τα μπουτάκια και τα κωλαράκια. Μπουτόν και ξεκινάμε.
Πως συνέβη τώρα πάλι όλο αυτό; Η λύση ήταν η φυγή; H φυγή της Κασσάνδρας; Η δική του φυγή; Πως κι εκείνος σκέφτεται το σεξ μια τέτοια, τόσο δύσκολη ώρα; Λες και θάνατος με ζωή μπλέχτηκαν, μαγικά σχεδόν, σε όλο το φάσμα της ύπαρξης. Ίσως είναι καλύτερα για εκείνη. Ίσως και να μην είναι.
Το laptop μπαίνει σε κατάσταση αδράνειας και η σκοτεινή, πλέον, οθόνη τον συνεφέρνει. Μπούχτισε. Πρέπει να βγει έξω. Να κάνει κάτι για να νοιώσει πως κι εκείνος δεν έχει φύγει από τον κόσμο. Το γαλάζιο φωτάκι της αναμονής αναβοσβήνει και η αποχαύνωση παραμένει στο κόκκινο. Από πότε νοιώθει έτσι; Τι έτος ήταν; Που να θυμάται; Αφέθηκε στην ξεγνοιασιά της εικόνας και απαρνήθηκε την ηδονή της σάρκας, τα υγρά που ρέουν άφθονα όλο γλύκα, το χάδι, το φιλί, το άγγιγμα, την ανάσα, την μυρωδιά ενός άλλου ανθρώπου. Κοινώς τον έφαγε η μαλακία τον κυρ Ανδριανό. Ο καναπές πίσω από το τραπέζι του γραφείου βογγάει από τις απλωτές και τα μακροβούτια του. Μόνο αυτός, ο καναπεδάκος, βογγάει, εδώ που τα λέμε, καιρό τώρα. Αντί να προσκαλέσει καμία γκόμενα να τα πιούν και να τα βρουν, απλώνει την αρίδα του και περιμένει. Τι; Να του γκρεμίσουν την πόρτα ίσως, με κάποιο τσεκούρι, και να βγει έξω.
Η Κασσάνδρα έφυγε αλλά μήπως κι εκείνος δηλώνει παρόν; Που τέτοια τύχη. Έχει εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης. Τον κατάπιαν τα κουμπάκια, οι οθόνες και οι διαδικτυακές βόλτες που δεν θυμίζουν σε τίποτα εκείνες τις βόλτες της πρώτης του νιότης. Θυμώνει και το αίμα φτάνει έως τα αυτιά. Πλημμύρα. Παντού φαίνεται ροζ κόκκινη σάρκα. Θα της περάσει έτσι της δικιάς του; Όχι. Δεν έχει τελειώσει ακόμα με την ζωή. Του χρωστάει πολλά και θα της τα πάρει μέχρι τελευταίας δεκάρας.
Η μέρα χάραξε. Κάνει να σηκωθεί από τη καρέκλα αλλά είναι αδύνατον. Προσπαθεί πάλι. Βάζει όλη τη δύναμη, όλη την ορμή του και στυλώνει τα χέρια σαν πεισμωμένος γάιδαρος, στα μπράτσα της πολυθρόνας. Παραμένει εκεί. Καρφωμένος απέναντι από την οθόνη που, από το ταρακούνημα του ποντικιού, έχει τεθεί πάλι σε λειτουργία. Κοιτάζει κάτω να βρει τι τον κρατάει στην θέση του και δεν βλέπει λουριά, σχοινιά ή ιμάντες. Δεν είναι δεμένος. Ή μήπως είναι; Αντικρίζει κάτι παράξενο. Τι δουλειά έχουν δύο ρόδες στα πλαινά της καρέκλας που κάθεται; Τώρα θυμάται…
Η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα (ή για όσους ντρέπονται ακόμα και την εκφορά της λέξης : είναι μεγάλη… Τζούλια).
© chrdk 28/08/2010 = τότε το έγραψα και ''υποσχέθηκα'' να το τελειώσω αλλά το άφησα μισό... είναι της μοίρας του γραφτό να δει το φως έτσι!