About this blog

We cannot teach people anything.... We can only help them discover it within themselves.

''Galileo Galilei''

Μέδουσες



Είμαστε όλοι συνδεδεμένοι.

Στο τίποτα, με τους πάντες, μια ανθρώπινη αλυσίδα συναισθημάτων, πόνου, φθοράς, ανυπαρξίας. Όλοι, δεμένοι μαζί, κοιτάζουμε και βλέπουμε την αίθουσα, τα φορέματα, τα φαγητά, την ομορφιά, τα γλυκά ενώ νομίζουμε ότι νοιώθουμε Αγάπη, συμπόνια για τους ξένους.

 Κι εκεί έρχονται οι Μάνες που μας ξυπνούν. Σώζουν τα παιδία όλου του κόσμου γιατί πέταξαν τα δικά τους στα σκουπίδια. Γιατί δεν ήταν ικανές να αφήσουν πίσω τον εαυτό τους για εκείνα. Σώζουν εξαπατώντας το Εγώ τους μέσω των άλλων.

Θέλουμε να φωνάξουμε μείνε μα η φωνή δεν βγαίνει πριν αποχωρήσει η αγάπη. Η ιδιοτελής αγάπη που τρέφεται για σένα από σένα. Πριν χάσεις τον άνθρωπο, τον εαυτό σου, μέσα στο μαύρο, βρίσκονται κοντά σου όσα φοβάσαι. Σταλμένα από ανάγκη, από την ίδια την αγάπη που σου λείπει.

Ανοιχτά πορτοφόλια, αρυτίδωτα μάτια που μόνιμα χαμογελούν ψεύτικα και ανοιχτές τηλεοράσεις. Όλα αγοράζονται, η συνείδηση προς πώληση και η φτώχια ο καλύτερος σου τρόπος για να αποδείξεις πόσο φιλεύσπλαχνος είσαι, για να συνεχίσουν εκείνα τα μόνιμα πλαστικά μάτια να χαμογελούν.

Αφήνεις το σπίτι σου για να μη στερηθεί, εκείνο, τίποτα πέρα από τον εαυτό σου τον ίδιο. Για να μη στερηθείς εσύ την αγάπη, το σύμπαν σου παίρνει όσα είναι δικά σου και σου χαρίζει ανθρώπους ξένους, με βάθος Αγάπης. Κι εσύ από φόβο τους διώχνεις. Γιατί αυτό έμαθες να κάνεις. Ο μόνος τρόπος να επιζήσεις. Χαμένος από όλα.

Και έτσι χαμένος, όπως βρίσκεσαι, έρχεται ο εαυτός σου πίσω. Γυρίζει από τα περασμένα. Με ένα λαχταριστό κουλούρι γύρω από τη μέση για να νοιώθει-ς ασφάλεια. Τότε είναι που πνίγεσαι μπροστά σου και το ‘’σωσίβιο’’ που αναζητάς βρίσκεται σφηνωμένο στη μέση ενός μικρού παιδιού. Του χαμένου εαυτού σου.

Αιώνια ντροπιασμένοι, γυρίζουμε ξανά και ξανά στη γη για το μάθημα της.

Ευτυχία του σεσουάρ, του ψυγείου, της λάμπας, της τράμπας,  με μνήμες...
Μνήμες ανύπαρκτες, ανούσιες κι εκείνες που έχουν ουσία αδυνατισμένες. Θαμμένες μέσα σε σκελετωμένα, λιπόσαρκα κορμιά.
Μνήμες ζωντανές σαν φωτογραφίες που από μέσα τους ξεπηδούν οι ήρωες και σε στοιχειώνουν.

Όλοι βλέπουν εκείνα που βλέπουμε και...
πάντα δίνεται μια τελευταία ευκαιρία πριν από την επόμενη.
Ευκαιρία να ξεφορτωθείς τα αποφάγια που τρως σαν να είναι το καλύτερο σου γεύμα. Το τελευταίο.

Κι αν ξεκινήσεις την αναζήτηση του θλιμμένου μισού σου, που έχει σωπάσει και ακούει, απόλαυσε το ταξίδι και παίξε με όσα θεωρούσες σοβαρά. Ανέβα στο τρένο φάντασμα, εμπιστεύσου και άφησε το να σε ταξιδέψει.

Αγάπη δεν είναι ο εαυτός. Αγάπη είναι να κοιτάς και να μην βλέπεις, να μην ακούς. Να μην χρειάζεται να συνηθίσεις εκείνα που σε βαραίνουν, ούτε και να τα αλλάξεις. Αγάπη είναι να αγαπάς ανιδιοτελώς τον εαυτό σου για να φτάσεις να το κάνεις και για τους άλλους. Για ανθρώπους σαν εσένα.
Ανθρώπους εξαφανισμένους, χαμένους στα πέλαγα, χάρτινους, μιας χρήσης. Καραβάκια της θάλασσας. Πνιγμένοι από το τίποτα και την αδράνεια. Αρμενίζουν ως αριθμοί ενός ακατάληπτου συστήματος.
Άρρωστοι. Άρρωστες ψυχές από την έλλειψη Αγάπης. Κι εδώ, τη στιγμή ακριβώς που προσπαθώ να γράψω τη Λέξη στο χαρτί, σταματά το μπλε στυλό να γράφει και μπροστά μου έχω μόνο ένα κόκκινο. Όλα πια έχουν γίνει κόκκινα στα μάτια μου σαν εκείνα που ξερνάμε για να νοιώσουμε.

Ξερνάμε όσα ‘’φάγαμε’’, όσα καταπίνουμε, όσα μας πονάνε, όσα μας κάνουν ακόμα πιο μικρούς από ότι είμαστε.
Λερώνουμε τους πάντες. Λερώνουμε την ψυχή μας ανοίγοντας το στόμα για να βγάλουμε, να αφήσουμε, να δώσουμε, να χαρίσουμε... λίγο από τον πόνο, ώστε να μην νοιώθουμε μόνοι μέσα στη θάλασσα με τόσες τσούχτρες.

Απλωμένα χέρια για βοήθεια. Όχι ψηλά, στο Θεό. Αν τα σηκώσουμε ψηλά θα πνιγούμε. Το κουλουράκι θα περάσει από το στήθος, το λαιμό, το κεφάλι, θα αποχαιρετήσει, στο τέλος, τα χέρια μας και θα ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι στον απέραντο ωκεανό χωρίς εμάς. Λευκό-κόκκινο σιμά στο μπλε κι εμείς ευθύς στον πάτο σαν βαρίδια. Χωρίς φως, χωρίς αέρα, χωρίς γεύση. Ανάμεσα σε μπουρμπουλήθρες πνοής.

Κι από κοντά ο φόβος. Φόβος γιατί άλλοι νοιώθουν τα θέλω εκείνων που εμείς θεωρούμε δικούς μας. Φόβος γιατί αδυνατούμε να νοιώσουμε από φόβο. Και η μόνη συμβουλή είναι ‘’παράτα τα. Άφησέ το. Μη χαραμίσεις ίχνος αίματος. Ίχνος από το δάκρυ σου... γιατί τα τριαντάφυλλα ζουν με το αλμυρό νερό, μαθαίνουν να ζουν με το δάκρυ, μα με το άλικο θα τα σκοτώσεις’’.

Χέρια απλωμένα για σένα. Τα δικά τους χέρια. Ανθρώπων που βρεθήκατε κάποια σημαντική, ελάχιστη, στιγμή και τους ξέχασες. Τους έχασες, σε παράτησαν ή τους παράτησες ακολουθώντας τη φρενίτιδα.

Δυσαρεστημένοι έχοντας όσα ζητούσαν. Δυσαρεστημένοι και πάντα κάποιος να φταίει. Πάντα κάποιος άλλος. Πιο όμορφος, πιο γλυκός, πιο καλός, πιο ήρεμος και ακόμα πιο χαμένος από τους άλλους.

Κι όσο πιο ψηλά νομίζεις ότι ανεβαίνεις τόσο απομακρύνεσαι από την Πηγή. Από τη θάλασσα. Και τελικά σημασία δεν έχουν όσα έζησες αλλά εκείνα που νόμισες ότι έζησαν για σένα.

Εκεί παύεις. Σταματάς. Βάζεις φρένο. Δεν ψάχνεις το παρακάτω γιατί δεν ξεπέρασες το χθες. Εκείνο το χθες που καταγράφεται πουθενά, παρά μόνο στον υποκειμενικό εγκέφαλό σου.

Παντού φυλές. Δημιούργημα της φύσης ή ανθρώπινο; Ποιος κάνει την κατηγοριοποίηση και με ποιο κριτήριο; Έτσι σου έμαθαν κι αυτό είναι. Όσα ξέρεις δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση. Υπάρχει και ένα Εγώ που οφείλεις να θρέψεις. Να γίνει μεγάλο, τρανό. Να σε ξεπεράσει και να θάψει, με τη σκιά του, τα όνειρά σου.
Όλοι Άνθρωποι...
Άνθρωποι που μιλάνε. Φωνές που δεν ακούνε τον εαυτό τους. Δεν νοιώθουν τις λέξεις και πόσο πονάνε.

Θόρυβοι, μυρωδιές, έντονο φως, έντονη ζέστη, έντονη γεύση και ξαφνικά όλα σκατά.
Πέντε αισθήσεις και μια Χρήσιμη ξεχασμένη.
Πέντε δουλεμένες και μια έκτη παραπεταμένη στα βοθρόνερα.
Το μόνο που έχω ώρες ώρες είναι εκείνα που γράφω. Βγαλμένα μέσα από τη ζωή -σαν τα έργα του Ντοστογιέφσκι μα ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΣΧΕΣΗ με τα δικά του. Κι όμως δεν μιλάμε, δεν γράφουμε για μένα τούτη την ώρα. Φταίει που τυφλώθηκα κάποτε και έτσι το βλέπω. Από εκείνη τη στιγμή ήρθε το τέλος.

ΑπροσάρμοστΗ-οι. Ναι...
Κλεισμένοι στη γυάλα για πάντα. Μικροί κι ασήμαντοι βλέπουμε τον κόσμο μεγενθυμένο, παραμορφωμένο απ’ το γυαλί και ταυτόχρονα ασήμαντο μπροστά μας. Η ζωή νομίζουμε ότι βρίσκεται εκεί. Εκεί που κείτεται το Εγώ μας. Στη γυάλα.

Ξεχασμένοι στο χρόνο από το Χρόνο. Ξερνάμε για να μας κοιτάξουν κι όλα γραμμένα με κόκκινο μελάνι μέσα από διάφανα όντα χωρίς αίμα, που σε πονάνε για να προστατευτούν.

Έρχεται η ώρα...
Αν η πλημμυρά φτάσει στο σπίτι σου και μόνη στέγη σου γίνουν δυο χέρια,
Αν το πάτωμα γίνει διάφανο και ο τηλεφωνητής μέδουσα,
Τότε θα ξεκινήσει η λύτρωση, η βροχή να πέφτει, να σε εξαγνίζει, να σε ηρεμεί.
Τότε σου χαρίζει όσα σου υποσχέθηκε το σύμπαν, όσα χρωστάς στη ζωή σου.
Τότε θα πλημμυρίσεις από Joy και το καραβάκι σου θα σαλπάρει μέσα σε ένα αεροπλάνο ή μέσα σε ένα άλλο καράβι.

Τότε η αγκαλιά θα αποκτήσει την αίγλη που της χρωστάς (-με).

Γιατί όταν αγκαλιάζεις κάποιον αποκτάς δυο καρδιές και του χαρίζεις τη δική σου.
Φτάνεις τόσο κοντά του που η αριστερή σου πλευρά γίνεται δεξιά του και είναι σαν δυο καρδιές να χτυπούν σε μια...
αγκαλιά.

Ποιος να σε σώσει αν δεν αγκαλιάσεις τον εαυτό σου και δεν τον αγαπήσεις μη εγωιστικά, μη ναρκισσιστικά. Ποιος να τον αγαπήσει για σένα;

Ίσως αν σε χτυπήσει η μέδουσα -εκείνη η διάφανη καμπανούλα- και παραλύσεις πριν το καταλάβεις, ίσως... 

© chrdk
 
~Οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Athan Zervas που μου πρότεινε την ταινία Meduzot (Jellyfish) καθώς και το να γράψω ότι μου κατέβει στη συνέχεια.
Όσα διαβάσατε είναι απόρροια εκείνων των δυο προτάσεων.  



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...