Πού να βρω αέρα για ν’ ακουμπήσω…
Πού τρέχει πηγή, νερό να πιώ…
Χώμα ψάχνω σαν σπόρος ν’ ανθίσω…
Το τρένο έφυγε κι εγώ κοιτώ.
Πέρασε ξυστά απ' το μπαλκόνι, πήρε, σφυρίζοντας, κομμάτι λουλουδένιας ταπετσαρίας και με ξέχασε.
Περίμενα ώρες στο σταθμό κι εκείνο βρήκε το σπίτι μου ανοιχτό.
Με κράτησε εδώ φεύγοντας και γράφω απλά για να ξεχαστώ.
Βλέμμα θολό, κίτρινο, πορτοκαλί, χρωματιστό.
Παίζω κλαίγοντας και γελώντας πενθώ.
Μήτε που χάθηκε κι αναζητώ.
Πόσο μου λείπει…θέλω να δω.
Ας είχα το βλέμμα που θωρεί πέρα από το χτιστό.
Γράφω κλαίγοντας, σφυρίζοντας ανέμελα, για να μην ξεχάσω…
Πολλά είναι όσα ανα-ζητώ;